-
1 решение
-я ουδ.1. απόφαση•решение общего собрания απόφαση της γενικής συνέλευσης•
суда απόφαση του δικαστηρίου•
заочное решение ερήμην απόφαση•
решение присяжных απόφαση των ε-- ναρκών•
-я съезда αποφάσεις του συνεδρίου-- комиссии απόφαση της επιτροπής.
2. λύση•решение задачи λύση του προβλήματος•
решение кроссворда η λύση του σταυρόλεξου.
-
2 решение
решен||иес1. ἡ ἀπόφαση [-ις]:\решение суда ἡ δικαστική ἀπόφαση· \решение общего собрания ἡ ἀπόφαση τής γενικής συνέλευσης· он не изменил своего \решениеия δέν ἄλλαξε τήν ἀπόφαση του· принимать \решение ἀποφασίζω, παίρνω ἀπόφαση· выносить \решение ἐκδίδω ἀπόφαση· приходить к \решениеию καταλήγω στήν ἀπόφαση·2. (задачи и т. ἡ.) ἡ λύση [-ις]. -
3 решение
1. (вывод, заключение, постановление) η απόφαση 2. мат. η λύση, η επίλυση 3. (выполнение, осуществление) η εκτέλεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > решение
-
4 экспертиза
1. (исследование чего-л. с целью дать правильное заключение, правильную оценку чего-л.) η εμπειρογνωμοσύνη, η πραγματογνωμοσύνηокончательная - см. заключительная2. (экспертная комиссия) η επιτροπ/ή των εμπειρογνωμόνωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > экспертиза
-
5 вынести
-есу, -есешь, παρλθ. χρ. вынес, -ла, -ло, ρ.σ.μ.1. βγάζω έξω, μεταφέρω,μετακομίζω, κουβαλώ•вынести мебель из комнаты βγάζω τα έπιπλα έξω από το δωμάτιο.
|| γράφω, σημειώνω•вынести замечания в конец γράφω τίς παρατηρήσεις στο τέλος.
|| υποβάλλω, φέρω•решение комиссии на общее собрание φέρω την απόφαση της επιτροπής στη γενική συνέλευση.
2. μεταφέρω γρήγορα.3. μτφ. βγάζω, εξάγω• αποκτώ•я вынес убеждение из опыта σχημάτισα την πεποίθηση από πείρα.
4. προβάλλω, βγάζω μπροστά•вынести ногу в таще! βγάζω μπροστά το πόδι στο χορό.
5. αντέχω, υπομένω, υποφέρω, Βαστώ, κρατώ•душа моя не -ла η ψυχή μου δε βάσταξε.
6. εκδίδω, βγάζω, παίρνω•вынести приговор βγάζω καταδικαστική απόφαση•
вынести резолюцию παίρνω απόφαση•
вынести благодарность εκφράζω τις ευχαριστίες (την ευγνωμοσύνη)•
решение, резолюцию, постановление παίρνω απόφαση (αποφασίζω).
εκφρ.вынести на своих плечах – σηκώνω το βάρος μόνος μου (τα βγάζω πέρα μόνος μου)•вынести впечатление – έχω (σχηματίζω, αποκομίζω) την εντύπωση.βγαίνω, εμφανίζομαι, προβάλλω ξαφνικά, ορμητικά, απότομα. -
6 решать
реш||атьнесов1. (принимать решение) ἀποφασίζω, παίρνω ἀπόφαση/ βγάζω ἀπόφαση (в суде):я \решатьйл остаться дома ἀποφάσισα νά μείνω στό σπίτι· \решать дело в чью-л. пользу (в суде) βγάζω ἀπόφαση ὑπέρ τίνος· это \решатьено εἶναι ἀποφασισμένο·2. (задачу и т. ἡ.) λύ(ν)ω:\решать задачу λύ(ν)ω τό πρόβλημα· это \решатьа́ет исход дела αὐτό κρίνει τήν ἐκβαση τής ὑπόθεσης· это не \решатьа́ет вопроса αὐτό δέ λύει τό ζήτημα. -
7 возмещение
η αποζημίωσ/η, η αμοιβήиск ο - и αξίωση/απαίτηση για την -получать - за убытки παίρνω/λαμβάνω - για τις ζημιέςтребование ο - и убытков грузоотправителя απαίτηση για - του αποστολέα φορτίου/εμπορευμάτων- ζημιώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > возмещение